- δικαιοπραγήσῃ
- δικαιοπρᾱγήσῃ , δικαιοπραγέωact honestlyaor subj mid 2nd sgδικαιοπρᾱγήσῃ , δικαιοπραγέωact honestlyaor subj act 3rd sgδικαιοπρᾱγήσῃ , δικαιοπραγέωact honestlyfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.